- Πλαταιικός
- Πλαταιικόςat Plataeaemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλαταιϊκός — ή, όν, Α [Πλαταιαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Πλαταιές 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Πλαταιϊκά ὁσα διαδραματίστηκαν στις Πλαταιές, δηλ. η μάχη που έγινε εκεί το 479 π.Χ … Dictionary of Greek
Πλαταιικῶν — Πλαταιικός at Plataeae fem gen pl Πλαταιικός at Plataeae masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιικοῖς — Πλαταιικός at Plataeae masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιικοῦ — Πλαταιικός at Plataeae masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιίδα — Πλαταιικός at Plataeae fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιίδι — Πλαταιικός at Plataeae fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιίδος — Πλαταιικός at Plataeae fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιίδων — Πλαταιικός at Plataeae fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πλαταιίς — Πλαταιικός at Plataeae fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)